Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλαγρώ — έω, Α [φίλαγρος] αγαπώ τους αγρούς ή την αγροτική ζωή … Dictionary of Greek
φιλάγρῳ — φίλαγρος fond of the country masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)